- τυφλῆς
- τυφλόςblindfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αυταρχισμός — ο η αρχή της τυφλής υποταγής στην εξουσία σε αντίθεση προς την ατομική ελευθερία της σκέψης και της πράξης … Dictionary of Greek
φαταλισμός — Ο όρος είναι ξενικής προέλευσης. Στα ελληνικά λέγεται μοιρολατρία. Φιλοσοφική θεωρία, σύμφωνα με την οποία τα γεγονότα της ζωής καθορίζονται από τη μοίρα, το πεπρωμένο, την αμετάκλητη υπερβατική αιτία. Πρόκειται για θεολογική αιτιοκρατία και… … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Μπέλφαστ — (Belfast). Πόλη (297.100 κάτ. το 2002) του Ηνωμένου Βασιλείου, πρωτεύουσα της Βορείου Ιρλανδίας, καθώς και της κομητείας Όντριμ. Το Μ. αναπτύχθηκε γύρω από έναν πύργο που χτίστηκε το 1177, την εποχή της αγγλονορμανδικής εισβολής, και βρίσκεται… … Dictionary of Greek
Χάρντι, Τόμας — (Hardy, Άπερ Μπόκχαμπτον, Ντόρτσεστερ 1840 – Ντόρτσεστερ 1928). Άγγλος συγγραφέας. Η κλίση του στη λογοτεχνία εκδηλώθηκε αρκετά νωρίς. Στην αρχή έγραψε ποιήματα που συγκεντρώθηκαν σε τόμο μόλις το 1898 (Ποιήματα τοy Ουέσεξ). Από το 1871 άρχισε να … Dictionary of Greek